- δίκελλα
- δί-κελλα, ἡ, eine zweizinkige Hacke od. Karst
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δίκελλα — two pronged fork fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκελλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 288 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρουπόλεως του νομού Έβρου. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή του νομού, 19 χλμ. Δ της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλεξανδρουπόλεως. * * * και… … Dictionary of Greek
δικέλλα — η εργαλείο με το οποίο σκάβουν και αναποδογυρίζουν το χώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικέλλας — δικέλλᾱς , δίκελλα two pronged fork fem acc pl δικέλλᾱς , δίκελλα two pronged fork fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκελλ' — δίκελλα , δίκελλα two pronged fork fem nom/voc sg δίκελλαι , δίκελλα two pronged fork fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικελλῶν — δίκελλα two pronged fork fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικέλλαις — δίκελλα two pronged fork fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικέλλης — δίκελλα two pronged fork fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικέλλῃ — δίκελλα two pronged fork fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκελλαι — δίκελλα two pronged fork fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκελλαν — δίκελλα two pronged fork fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)